7- Τα χαμένα...(ΝΑΟΚ)

   Σελήνη 9% στο άδειασμα-Προγνωστικά:Μέτρια ημέρα
 
   Η Δευτέρα του Πάσχα δεν είχε καλό καιρό,βάλθηκε να κάνει τριγύρω απ'αυτές τις μέρες ό,τι δεν είχε κάνει όλο το χειμώνα.  Γιά την αλήθεια ήταν και το εορταστικό της υπόθεσης,προτιμήσαμε να μαζευτούμε με φίλους που είχαμε καιρό να δούμε. Καιρού επιτρέποντος...Τετάρτη...αφήσαμε να εννοηθεί!
   Η Τετάρτη ξημέρωσε κάπως αναποφάσιστη, λίγο μουντή,λίγο μπουρινιασμένη...σαν τα κέφια μας. Κοντινό το ψάρεμα και ετούτης της εξόρμησης. Ο Γιώργης θα ερχόταν λίγο αργότερα να μας βρεί οπότε το βάρος της επιλογής έπεσε σε εμένα και το Γιωργάκη. Έπνεε βορειοδυτικός άνεμος μέτριας έντασης οπότε οι περιόχες των λιμανιών (παλαιού και νέου) ήταν εκτός παιχνιδιού.Επικεντρωθήκαμε στην περιοχή της Γαρίτσας κάνοντας αρχικά μιά βόλτα αν και θαρρώ πως είχε προαποφασιστεί σιωπηλά να πάμε στο Ναοκ.
   Στο δρόμο για το δολωματάδικο μία "ευγενής" παρουσία μας γέμισε χαρά και εκρήξεις που σε ετούτη την εξόρμηση ποντάριζα οτι θα απουσίαζαν. Δολωματάδικο Φαραώ, τσουτσούνια και ένα κουτάκι με ψόφιους ακροβάτες που μας δώρισε ο συμπαθής δολωματάς. Απο "σπιτικά" δολώματα είχαμε σαρδέλες, κοτόπουλο, μοσχιό και μιά ζύμη που είχα κάνει περίπου ένα μήνα πριν.
   Ο Ναοκ ήταν η επιλογή και ας κάναμε πως δεν το ξέραμε και δήθεν κοιτούσαμε τον ανεμόμυλο με το φάρο του κρίνοντας πως "Μπαααα μωρέ έχει πολύ αέρα θα μας τρελάνει" και έπειτα στα κουρτελάτσα (πεζούλια) της Γαρίτσας που θα μας σκότιζαν οι περαστικοί μιάς και είναι κλασικός περίπατος.
   Την περασμένη φορά ο Γιωργάκης είχε σταμπάρει ένα σημείο στο Ναοκ, σχετικά ρηχό αλλά με βυθό που είχε αρκετά βραχάκια. Παρκάραμε κοντά και ο Γιωργάκης έκανε να ξεφορτώσει: Κάτσε βρε, κάτσε βρε, ακόμα δεν το είδαμε Γιάννη το βαφτίσαμε;...Κάνουμε τον έλεγχό μας και τρώμε μία ωραιότατη τάπα αφού δε θα γινόταν να χωρέσουμε  όλοι πάνω στα βραχάκια. Η επόμενη επιλογή προφανής η άκρη του μώλου απέναντί μας. Σαν κύριοι πήραμε και το αυτοκίνητο μέχρι το φάρο, λίγο μετά πάνω που είχαμε ξεφορτώσει όλη την προίκα, σκάει ο φύλακας και μας λέει οτι απαγορεύεται εκεί το αυτοκίνητο και το ψάρεμα απο το Μάιο εώς τον Οκτώβρη...Λόγω τουριστικής περιόδου και ελλιμενισμού σκαφών. Πάγωσαν τα βλέμματά μας, κοιτούσαμε λες και μας μίλησε σε κάποια αφρικάνικη διάλεκτο. Ακολούθησαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής...κοιταζόμασταν σαν κάτι να θέλουμε να πούμε μα δεν το λέγαμε, κινήσεις κι εκφράσεις στα πλαίσια εγκεφαλικού. Μία ακόμη τάπα θα μας γονάτιζε.
«Καθίστε ψαρέψτε για σήμερα...αλλά βάλτε το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ»  Μας είπε με ένα χαμόγελο σαν να χαιρόταν που μας ψάρωσε. Ξεφυσήσαμε και πιάσαμε δουλειά.
Πριν γίνει πεδίο μάχης
   Μετατρέψαμε την άκρη του μώλου σε πεδίο μάχης. Μονάγκιστρα και διπλαράκια με φαραώ και τσουτσούνι, πολυάγκιστρα με σαρδέλα. Έμενε να έρθει ο Γιώργης να φέρει το κατά πολλούς αδιάφορο ψωμί για κάνα πολυάγκιστρο αφρού και να πιάσουμε ένα μικρόψαρο να δολώσουμε ζωντανό.
Έπιασα γυάλισα και έδεσα ένα μικροσκοπικό ζοκάκι που είχα μήπως και φέρω το ζωντανό μας, μάταια. Οι καλογρίτσες κολυμπούσαν αδιάφορα και ο φύλακας μας εξιστορούσε κατορθώματα άλλων ψαράδων, έλεγε για μελανούρια και τρίκιλα κυνηγιάρικα αναπτερώνοντας τις ελπίδες μας.Θυμήθηκα κι εγώ μιά παλιά ιστορία τότε που ένα πιτσιρίκι με μία παλιοπετονιά και ψωμί είχε ντροπιάσει εμάς, τα δολώματα και τα εργαλεία μας πιάνοντας έναν τεράστιο σαργό ενώ εμείς με προσεγμένες πετονιές και δολωσιές παλεύαμε με τα περκόχανα.Τέλος πάντων, πέρασαν χρόνια από τότε.
   Η ώρα περνούσε χωρίς κινητικότητα. Απ'την άλλη άκρη του μώλου μιά φιγούρα γνώριμη πλησίαζε φορτωμένη με ψαροκάλαμα, με βηματισμό μικρού γορίλλα, μόνο η γη που δε σειόταν στο πέρασμά του. Ήταν ο Γιώργης.
«Πάλι τα ίδια...ε;», είπε χαμογελώντας.
Τι να του απαντούσαμε που δεν είχαμε πάρει ούτε τσιμπιά...
Στρώθηκε κι αυτός στη δουλειά ρίχνοντας απο την εξωτερική πλευρά του μώλου. Σιωπή...
   Ένα γενναίο τράβηγμα σε ένα απο τα καλάμια μου μας ξύπνησε. Πιάνω και αρχίζω να μαζεύω, κάτι σχετικά βαρύ, ερχόταν, ναι μεν έκανε κεφάλια μα δεν ήταν κλασικό σπαρτάρισμα. Αρνούταν πεισματικά να ανεβεί στα μεσόνερα και έδινε αποκλίσεις δέξια και αριστέρα απο την πορεία. Ξαφνικά έδεσε κάπου...προσπάθησα για λίγο μήπως και το φέρω, μάταια. Παράτησα για λίγα λεπτά το καλάμι μπας και ξεσκαλώσει μόνο του. Το ψάρι ήταν ακόμη πάνω, έκανε κάποια κεφάλια, έπιασα να το ξαναφέρω και ελάφρυνε ξαφνικά, χάθηκε κάθε ίχνος σπαρταρίσματος...Το χάσαμε, πάει, πάει το πούστικο. Κομμένο στο αγκίστρι.
Να ήταν άραγε ένα πονηρό λαβράκι που στην απέλπιδα προσπάθεια του για επιβίωση βρήκε και μπλέχτηκε σε ένα απο τα πολλά σχοινιά που υπάρχουν στον πάτο; Πότε δε θα το μάθουμε.
   Σηκώσαμε για αλλαγή δολωμάτων και φέραμε μικρές πέρκες, τα δολώματά μας ψάρευαν στο εύρος των περιοχών που τρέφονται, στον πάτο. Υπήρχαν και μονάγκιστρα με φλοτέρ μα δε δέχτηκαν κάποια επίθεση. Τα μικρόψαρα κάτω απο το μώλο σουλατσάριζαν δείχνοντας αδιαφορία στο μπρούμο που ρίχναμε κατά διαστήματα. Ο Γιώργης έφερε τον πολυπόθητο και μονάκριβο σπάρο, άφησα ό,τι έκανα στη μέση ώστε να τον δολώσω πριν χάσει τη ζωντάνια του. Δόλωσα και τον έριξα να πάει στ'ανοικτά μα εκείνος τραβούσε προς τα μέσα,  κατευθείαν να μπλεχτεί με τα καλάμια μας. Δοκίμασα δυό-τρείς φορές να του αλλάξω πορεία αλλά αυτός στο πείσμα του. Ας πάει όπου κάνει κέφι αρκεί να φέρει το θηρευτή.
Το απέναντι μπαρ
   Επόμενο χτύπημα σε πολυάγκιστρο με το ταπεινό ψώμι, ένα κοπάδι κεφάλων που πέρασε απο κοντά είπε να τσιμπήσει. Έφερα δυό μικρές χεριές και το άτιμο ξαγκιστρώθηκε...μα το γρουσούζικο πόσο επιπόλαια βρήκε να αγκριστρωθεί, πόσο εύκολα μας στέρησε τη χαρά να δούμε ένα άσπρο ψάρι στον κουβά μας ή να δολώσουμε αυτό για ζωντανό μιάς και σαν αφρόψαρο κατέχει υψηλότερη θέση απο το σπάρο στις διατροφικές προτιμήσεις των κυνηγιάρικων. Μα ποιός μας μούτζωσε;
   Η ώρα περνούσε ήσυχα αν εξαιρέσουμε κάτι μάστορες που δούλευαν σε ένα διπλανό κότερο τρίβοντας και ξανατρίβοντας, μας πήραν το κεφάλι, κάποιες στιγμές υπήρχε η αίσθηση οτι ήρθαμε για ψάρεμα μέσα σε ξυλουργείο. Αυτό είναι!!! Αυτοί οι γρουσούζηδες με το θόρυβο που κάνουν τρομάζουν τα ψάρια, αυτό είναι. Μα και όταν αυτοί αποφάσισαν να τελειώσουν τη δουλειά τους το απέναντι μπαρ άνοιξε παίζοντας στη διαπασών R.E.M. και όχι μόνο. Να πούμε οτι δεν έφταιξε και το μπαρ; Έφταιξε με το μπάσο να τρομάζει ό,τι κολυμπούσε εκεί κοντά.-Τις δικαιολογίες τις βρήκαμε!!!-
   Ένα τραβηγματάκι έκανε το Γιωργάκη να αρπάξει το καλάμι...
«Φέρνεις κάτι ρε;»...Στη μούγκα του αυτός.
«Ρε φέρνεις κάτι, θες απόχη;»...Ξεφύσημα αυτός.
Αυτό το παιδί θέλει να καλλιεργεί το μυστήριο και να μας σκάει, βέβαια τα έχουμε μάθει τα τσαλιμακια του πλέον. Σε μιά φάση ξεφυσάει, ρίχνει τα μπινελίκια του και απαντά καθυστερημένα,  «Είχα ψάρι ρε, είχα ψάρι και έντεσε».Το παίδεψε λίγο, το άφησε άλλο λίγο για να φέρει κι αυτός το παράμαλλό του κομμένο. Έντεσε μέσα με βράχια, η γνωμάτευση κλασική...πονηρός σαργός.
   Με βήμα αλλόκοτο και μουσταρδί μπουφάν που ξεχώριζε απο χιλιόμετρο ήρθε να προστεθεί για λίγο στη συντροφιά μας ο Ντίνος. Ναι μεν φωτογράφος αλλά δεν έφερε τη μηχανή του μπας και φιλοξενήσουμε και καμία φωτογραφία της προκοπής σε ετούτες τις διηγήσεις. Ήρθε λοιπόν κι αυτός, κουβεντιάσαμε, ξεχάσαμε λίγο την αψαρία και πέρασε αρκετή ώρα. Τα δολώματα είχαν αρχίσει να τελειώνουν. Κάναμε μιά ακόμη αλλάγη δολωμάτων και αναμονή.
Κουδουνάκι και αναμονή...
  Υπήρξαν δειλά τσιμπήματα σε μιά αρματωσιά με τρία παράμαλλα που είχε φτιάξει ο Γιωργάκης. Ισχυρίστηκε οτι τσίμπησε σε ένα πλοκαμάκι μοσχιού που είχε δολώσει. Ψάρι δεν είδαμε. 'Εβγαλα μερικούς αχινούς, τους τσάκισα και τους έριξα εμπρός απ'το μώλο μπας και μαζευτεί κάνα ψαράκι να πιάσω με το ζοκάκι. Ψάρεψα κάμποση ώρα και δεν φάνηκε η παραμικρή κίνηση στο νερό, αργότερα απο τη βαρεμάρα έντεσε και το ζοκάκι και κόπηκε...δώρο στη θάλασσα κι αυτό.
   Φορτσάτο τράβηγμα στην τριπλή του Γιωργάκη.
-Σήκω ρε, σήκω και τράβηξε!
-Άσ'το να τσιμπήσει καλά.
-Ρε το κουδουνάκι έφτασε στο δαχτυλίδι!
-Άσ'το να πάρει...
-Ρε τράβα ρε μαλάκα έχει πάρει τη μισή μπομπίνα!
Σηκώθηκε το παιδί με το πάσο του, άλλωστε το έχει ξανακάνει. Δεν είχε τίποτα και έφερε πάνω την αρματωσιά με ένα παράμαλλο κομμένο. Εν τω μεταξύ οι αρματωσιές του Γιωργάκη είναι σαν να έχουν διπλά παράμαλλα. Κάνει θηλιές και περνάει σε αυτές αγκίστρια με κρίκο. Το ωραίο του ψαράκι έφυγε με το αγκίστρι στο στόμα, επειδή το παιδί ήθελε να καπνίσει. Τα ίδια δεν έκανε και στην προηγούμενη εξόρμηση; Τότε που έφερε και τα δύο παράμαλλα κομμένα.
Εδώ τίθεται θέμα επιβίωσης, το δόλιο ψάρι μάχεται για τη ζώη του, θα κάνει ό,τι μπορεί για να σωθεί. Ας ελπίσουμε οτι δε θα τριτώσει αυτό το σκηνικό με τον καπνιστή Γιωργάκη.
   Λίγο αργότερα και βαρύς σηκώνεται και μαζεύει ο Γιώργης, μαύρος κι απελπισμένος. Έφυγε και μας άφησε και την απόχη του μην τυχόν και τη χρειαστούμε. Μετά απο μισή ωρίτσα έκλεισε και το μπαρ, τέλος στη μουσική υπόκρουση αυτής της εξόρμησης. Επιμείναμε κάνα μισάωρο ακόμη χώρις αποτέλεσμα, δεν υπήρξε άλλο τσίμπημα, μαζέψαμε και πήραμε το δρόμο για τα σπίτια μας. Το ψάρεμα της Τέταρτης ήταν εξίσου άκαρπο με της Δευτέρας...ή μήπως όχι;
Μάλλον όχι, αν είχαμε φέρει την τετράδα που χάσαμε σε ετούτο το κείμενο θα μιλούσαμε για μία μικρή επιτυχία.
ΑΝ είχα φέρει εγώ το υποθετικό λαβράκι...
ΑΝ είχε φέρει ο Γιωργάκης τον υποθετικό σαργό...
ΑΝ ο κέφαλος είχε αγκιστρωθεί καλά...
ΑΝ ο Γιωργάκης πετούσε το τσιγάρο και έτρεχε να πιάσει το καλάμι...
ΑΝ....ΑΝ...ΑΝ....
Η ψαριά μας...για γέλια.
Δεν είναι οτι ήταν κακή η Τετάρτη, υπήρξε κάποια κινητικότητα. Τα ψάρια τίμησαν τις αρματωσιές μας εμείς δεν τα πιάσαμε. Από εκεί που δεν τσιμπούσε καν τώρα τσίμπησαν, πιάστηκαν και τα χάσαμε. Ανεβαίνουμε σιγά-σιγά...την επόμενη ίσως τα βάλουμε και στον κουβα.
Πάντως στο Ναοκ δε γίνεται να πάμε ξανά μέχρι τον Οκτώβρη...

Σχόλια