10-Ο Άη-Γιώργης και η χάρη του ΙΙ

   Σελήνη-3% στο γέμισμα. Προγνωστικά: Πολύ καλή ημέρα


  Ήταν η σειρά του Γιώργη να επιλέξει. Ήθελε να πάμε στο βορρά. Άγιο Στέφανο ζητούσε, μα εμένα κάτι με έτρωγε επειδή έβλεπα ότι θα έχει δυνατό ΒΔ άνεμο. Ο Γιώργης ακάθεκτος "εκεί θα πάμε...", "Ε που αλλού θες να πάμε;...". Έχει τον τρόπο του να σε αφοπλίζει. Αφού θες βορρά λοιπόν πάμε βορρά, καθήκον της αγέλης να ακολουθά την απόφασή.
   Εν τω μεταξύ έχει καλοκαιριάσει πλέον, το ψάρεμα προσφέρει και την ευκαιρία για βουτιά και αναγνώριση του μέρους που θα ψαρέψουμε. Ξεκινήσαμε σχετικά νωρίς μιάς και το ταξίδι θα ήταν μεγάλο. Πήραμε δολώματα, πήραμε και φαγώσιμα λες και θα λείπαμε για τριήμερο...πάντα έτσι κάνουμε.
   Το κέφι μας δυνατό, περάσαμε χωριά, χωριουδάκια και κορφούλες...περάσαμε και τον Άγιο Στέφανο χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε σε σταυροδρόμια να ψάχνουμε ταμπέλες. Εν τέλει φτάσαμε στην παραλία. Ο ΒΔ δυνατός και χτυπούσε φάτσα. Τά'λεγα ο δύστυχος. Κατεβήκαμε απο το αυτοκίνητο και είδαμε πελώρια κύματα και kite-surfers να απολαμβάνουν. Βασικά με τις συνθήκες αυτές θα έπρεπε να είσαι μετρ των ρίψεων και να έχεις ένα βαρίδι του κιλού μπας και φτάσεις λίγο μέσα. Είδε κι απόειδε ο Γιώργης, άκρη με τον αέρα δε θα βγάζαμε...το πιό κοντινό Άη-Γιώργης των Πάγων και κρύος ιδρώτας. Έχουμε ξαναπάει εκεί και φάγαμε τα σωθικά μας, και είπαμε πως δε θα ξαναπάμε επείδη όλα τα ψάρια τελικά φωλιάζουν όχι εκεί που ψαρεύουμε εμείς αλλά 50 μέτρα παραδίπλα μας. Έλα που το έφερε η μοίρα να ξαναπάμε.

   Φτάσαμε στην παραλία και σποτάραμε το σημείο που έλεγαν πως κρατάει ψάρια. Βάλαμε μάσκες και αναπνευστήρες και αρχίσαμε να σαρώνουμε την ευρύτερη περιοχή. Υπήρχε όντως ένα βραχώδες κομμάτι, μέσα απο την άμμο ξεπηδούσαν βραχάκια. Ανάμεσα από τα βραχάκια κοπάδια από μουρμούρες στα μεσόνερα, δεν έδιναν μία αν εμείς σηκώναμε την άμμο για να τις προσελκύσουμε. Ανάμεσα απο τις μουρμούρες και μερικά σαργουδάκια. Κάποια μπαρμπουνάκια έβοσκαν αμέριμνα, μία σουπιά θαρρώ γύρευε τη λεία της όταν τη διέκοψα και άρχισε να φτύνει μελάνια και να χάνεται.
Από την άλλη πλευρά ατέλειωτη αμμουδιά και ψάρια ελάχιστα. Οπότε είχαμε να κάνουμε με ένα μικρό κομμάτι που είχε κάποια βράχια. Να ευσταθούσαν άραγε τα λεγόμενα εκείνων που ήθελαν το μέρος να κρατάει ψάρια και χταπόδια και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο;
   Με την αποχώρηση των λουομένων άρχισαν οι ρίψεις. Καλοφτιαγμένες αρματωσιές, καλοβαλμένες δολωσιές μα έλα που δεν υπήρχε τσίμπημα. Φτιάξαμε και την πατέντα με το μπαλόνι να στείλουμε μία σαρδέλα στα βαθιά...ηρεμία.
   Είχαμε ξαναφάει χαστούκι από αυτό το μέρος και ήταν αυτό που φοβόμασταν οτι θα ξαναπάθουμε. Κάποια στιγμή αποφάσισα να ρίξω σχετικά κοντά μία σαρδέλα με τρία αγκίστρια κρυμμένα μέσα της. Άνοιξα το κασελάκι με τις αρματωσιές και είχα δύο, μία φτιαγμένη με λεπτό συρματόσχοινο και μία με πετονιά. Δεν ξέρω τι κεραυνός με βάρεσε και διάλεξα να βάλω την πετονιά...
Πέρασε κάποια ώρα και το καλάμι που είχε τη σαρδέλα έφυγε με ένα απότομο σάλτο απο τη θέση του έπειτα η μπομπίνα του ξετύλιγε σαν τρελή,μέχρι να το πιάσω σταμάτησε. Φέρνω για να δω οτι απο την αρματωσιά μου έλειπαν δύο αγκίστρια. Το πολυπόθητο ψάρι ήρθε με πρόθεση να μας τιμήσει αλλά με τα δοντάκια του έκοψε εύκολα την πετονιά. Μα τι τό'θελα να βάλω την πετονιά;...Να πω οτι δεν είχα συρμάτινη...είχα!!!
   Έβαλα τη συρμάτινη ξανά και δέχτηκα χτυπήματα,πιό ήπια απο το πρώτο βέβαια και δίχως να πιαστεί κάτι. Σε κάποια στιγμή πρέπει να δελεάστηκε και κάποια σμέρνα ίσως αφού το ψάρι διέφυγε μα η αρματωσιά ήταν κουβάρι.
   Η ώρα περνούσε και η πολυπόθητη δράση δεν ερχόταν.Τα μόνα που ήρθαν ήταν ένα σαργουδάκι κι ένα μουρμουράκι, δυστυχώς τα λαίμαργα κατάπιαν τα αγκίστρια. Μαζέψαμε σιγά-σιγά τα πράγματα μας και πήραμε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής, σαν να το ξέραμε από όταν πατήσαμε στον Άη-Γιώργη οτι δε θα μας κάτσει. Αν είχαμε πιάσει και το μεγάλο...αν...αν...αν...Δε βαριέσαι...εμείς καλά ψαρέψαμε.
    Αμ δε σε πάει όπως θες εσύ η θάλασσα, όπως θέλει εκείνη θα σε πάει, δεν πά'να χείς ξεκινήσει απ'το σπίτι σου με την καλύτερη προετοιμασία και διάθεση, δε λέει τίποτα. Αν δε θέλει να στα δώσει θα γυρίσεις κουβαλώντας τα συμπράγκαλα νυχτιάτικα με κάτι μούτρα ως το πάτωμα θα θες να τα ρίξεις όλα στα σκουπίδια, μα είναι περαστικό, λίγο αν ηρεμήσεις και πάλι κερδισμένος θα δείς οτι βγήκες. Έκατσες και ήπιες το καφεδάκι σου στο πιό ωραίο μπαλκόνι, είπες τις κουβέντες σου, έκανες τις σκέψεις σου...τζογάρισες και με τα δολώματα και τις ριξιές απλά δεν έκατσε. Αν ο λόγος ήταν το ψάρι θα τά'χαμε παρατήσει προ πολλού και αντί να δίναμε τα λεφτά μας σε αγκίστρια και δολώματα θα πηγαίναμε στην ψαραγορά γιά ψώνια.

   

Σχόλια