12- Στραβά ξεκίνησε... (Ύψος)

Σελήνη 100%-Πανσέληνος.  Προγνωστικά- Πολύ καλή ημέρα

   Είχε κολλήσει στο μυαλό του Γιωργάκη η Σωτηριώτισσα, τι κι αν η παραλία είναι χάλια, τι κι αν το τοπίο είναι παρακμιακό, ήταν η σειρά του να αποφασίσει και εμείς θα ακολουθούσαμε. Φτάσαμε στο σημείο έτοιμοι για επιτόπια έρευνα. Πέσαμε βουτιά και αντικρύσαμε την έρημο. Δεν υπήρχε λέπι, παρά μόνο κάτι μικροί σπάροι που έτρεχαν να κρυφτούν τρομαγμένοι. Τόση κακομοιριά...
Κάποια στιγμή βλέπω μιά καλή γυαλάδα και αρχίζω να πηγαίνω προς το μέρος της, φανταζόμουν μιά ωραία τσιπούρα να βόσκει, η ένα λαβράκι να παιδεύεται να αρπάξει κάτι μιάς και το μέρος πού και πού φανερώνει κάτι τέτοια. Φτάνοντας κοντά είδαμε οτι επρόκειτο για κέφαλο πού για κάποιο λόγο κολυμπούσε με τα πλάγια. Δε φαινόταν πληγωμένος, μπορέσαμε να τον πλησιάσουμε τόσο που αρχίσαμε να τον κυνηγάμε προς τα ρηχά, χτυπώντας πότε τα νερά και πότε τον κέφαλο καταφέραμε να τον πιάσουμε με τα χέρια!
   Πληγωμένος δεν ήταν, άρρωστος πιθανότατα. Πάντως ήρθε και έδεσε με το παρακμιακό σκηνικό της παραλίας, έβαλε κι αυτός το λιθαράκι του στο να αποφασίσουμε να αλλάξουμε μέρος. Ο Γιωργάκης που λαχταρούσε να ψαρέψει εκεί είχε προλάβει να κατεβάσει όλα τα πράγματα από το αυτοκίνητο, εντάξει κάναμε τη βουτιά αλλά δε γλυτώσαμε το σύρε-φέρε.
   Νωρίτερα το πρωί είχα δεί ένα φίλο πού ψαρεύει κι αυτός...
 "Πες μού ένα μέρος ρε μάστορα, να βγάλουμε κάνα ψαράκι το βράδυ" του είπα.
Εκείνος χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του με κοίταξε στα μάτια και μού είπε.."Εγώ πάντα εβγάζα ψάρι στο μέρος πού θα σού πω, έριχνα τα καρούλια μού με μονοδόλι και ο θεός έστελνε ωραία ψαράκια, ποτέ δεν έφυγα από εκεί με άδεια χέρια, πήρα τσιπούρες, πήρα λαβράκι πήρα και μιά καλή μουρμούρα κοντά στο κιλό". Όταν μίλησε για μουρμούρα του κιλού άρχισα να πιστεύω οτι βάζει σάλτσα και με αυτό το σκεπτικό θα πορευόμουν αν δεν ερχόταν η γυναίκα του, πού δεν ασχολείται με ψάρεμα, να μού δείξει το μέγεθος τού ψαριού με τα χέρια της. Συνέχισε ο μάστορας "Τέτοια μουρμούρα μάγκα μόνο στο Μαρόκο βρίσκεις και στα κατεψυγμένα, έπαθα την πλάκα μου. Πάντα έπιανα έστω και ένα καλό ψαράκι. Άκου τώρα να δείς που θα πας να στηθείς. Στον Ύψο, τραβάς την ευθεία και λίγο πριν βγείς στο Πυργί έχει ένα φαρμακείο, μπρόστα απο το φαρμακείο είναι η παραλία, ούτε δεξιά ούτε αριστερα από το φαρμακείο, ακριβώς εκεί πού είναι. Δε χρειάζεται να ρίξεις και πολύ μακρυά, εγώ έριχνα με τα καρούλια, πόσο να έφτανα δέκα με δεκαπέντε μέτρα. Τράβα εκεί και θα το πάρεις το ψαράκι σου, απλά θέλει υπόμονη. Εμένα μού τσιμπούσαν μετά την πρώτη ώρα, τράβα και θα δείς".
Αυτά τα λόγια ήρθαν λοιπόν στο νού μού και παρακίνησα τους Γιώργηδες να πάμε εκεί. Δεν έφεραν αντίρρηση, άλλωστε σε μία τόσο ωραία ιστορία πως μπορείς να αρνηθείς...
   Φτάσαμε στον Ύψο, καλοκαιρινή περίοδος τουρίστες να τσαλαβουτούν και να σουλατσάρουν. Καρτερούσαμε στο σημείο να φύγει και ο τελευταίος από τη θάλασσα καί πιάσαμε να ετοιμαζόμαστε. Τα λόγια του μάστορα τριγυρνούσαν στο μυαλό μού, μουρμούρα τού κιλού είπε ο άτιμος και το επιβεβαίωσε η γυναίκα του. Οι πρώτες ριξιές έγιναν και πιάσαμε να αράξουμε να ηρεμήσουμε. Μα πως να ηρεμήσεις στο πολύβουο τουριστικό τοπίο;
Ο κάθε περίεργος ερχόταν και στηνόταν δίπλα μας να δεί τι κάνουμε. Περαστικοί και αιθέριες παρουσίες τραβούσαν την προσοχή μας, αυτοκίνητα και μουσικές από κοντινά μαγαζιά συμπλήρωναν τη βαβούρα, σε ένα μπαλκόνι απέναντι μας δυό άντρες φωτογράφιζαν την ενίοτε γυμνόστηθη φίλη τούς σε πόζες μοντελίστικες, εκείνη δεν έχανε την ευκαιρία να προκαλέσει προτάσσοντας το πλούσιο στήθος της στούς περαστικούς. Αγρίεψε ο Γιώργης μας και έκανε σα σκυλί δεμένο πού αν τού κόβαν την αλυσίδα θα είχε ορμήξει στο μπαλκόνι δίχως να διακρίνει άντρες και γυναίκα.
   Η ώρα κυλούσε άπρακτα, διάφοροι περίεργοι κοντοστεκόταν και παρακολουθούσαν, άλλοι παραδίπλα ζούσαν το όνειρο και τσαλαβουτούσαν ερωτοτροπόντας ανάμεσα από τις αρματωσιές. Τότε ο Γιωργάκης πού είχε παρακμάσει με αυτό το σκηνικό άρχισε να τουύς σφυρίζει και να τούς διώχνει. Μα κι αυτοί, από ολόκληρη παραλία εκεί που είδαν τα καλάμια ήρθαν να βουτήξουν;
Η ώρα κυλούσε βαρετά κι αφόρητα καθώς δε μπορούσαμε να έχουμε ούτε το ελάχιστο...την ησυχία μας.
   Ένας παλιός γνώριμος ήρθε να μας δεί καί να διαπιστώσει την κακομοιριά μας. Εμένα και το Γιωργάκη παράμερα να καρτερούμε το πολυπόθητο και το Γιώργη να καραδοκεί κοιτάζοντας στο μπαλκόνι με την αιθέρια παρουσία καί τούς επίδοξους φωτογράφους της να παίζουν. Ένας μεσόκοπος τουρίστας ήρθε κοντά μας και άρχισε να μαστορεύει το ψαροκάλαμό τού βάζοντάς μας σε προβληματισμό γιά το αν θα ρίξει κάπου ανάμεσα από τα εργαλεία μας. Τελικά μας έκανε τράκα ένα σκουλήκι και έφυγε προς την κοντινότερη εξέδρα. Λίγα λεπτά αργότερα ένας μεθύστακας κάθισε δίπλα μας και έλεγε ότι η αιθέρια παρουσία του μπαλκονιού είναι συνεργάτιδα τού, δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα τού και η αιθέρια παρουσία ποζάριζε ανάμεσα από τα καλάμια του Γιώργη, τον οποίο έπιασε κρύος ιδρώτας. Παρέα με τον παλιό γνώριμο άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια προσέγγισης του στόχου...μα ο στόχος δυστυχώς δεν είχε τέτοιο σκοπό. Σε πρόταση πού της έγινε να φωτογραφηθεί με τον παλιό γνώριμο αρνήθηκε και αποχώρησε ειρηνικά.
   Ήταν καθ'όλα ένα Βατερλώ, λάθος εποχή για να αποτελέσει η παραλία του Ύψου επιλογή. Ένα κουδούνι του Γιώργη πετάχτηκε και σφήνωσε ανάμεσα στα δαχτυλίδια ρίχνοντας το καλάμι από τη βάση του. Έτρεξε ο Γιώργης να το πάρει  και βρήκε απλά το δόλωμα τραβηγμένο, το κουδουνάκι γλύτωσε τη ζωή του ψαριού. Καθίσαμε ξανά καί περιμέναμε. Τσίμπημα δεν υπήρχε ούτε για δείγμα...κινητικότης μηδέν. 
   Ίσως το ψαράκι του μάστορα να ήταν αυτό που γλύτωσε από τη δική μας τη βλακεία, παθαίνουμε και μαθαίνουμε, πρέπει να βρούμε άλλο τρόπο στήριξης γιά τα κουδουνάκια μας. Πιάσαμε να μαζεύουμε.Πιότερο άδειοι παρά γεμάτοι γυρίσαμε από ετούτη την εξόρμηση, δεν είχαμε ούτε το ελάχιστο, την ησυχία μας. Στραβά ξεκίνησε...στραβά τελείωσε.



Σχόλια